- επωνύμιο
- τοβλ. επωνυμία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επωνύμιο — το (AM ἐπωνύμιον) επωνυμία, νέα, πρόσθετη ονομασία («τίθενται αὐτῷ ἐπωνύμιον Ποπλικόλαν», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ωνύμιον (< όνομα) πρβλ. ανθρωπ ωνύμιο, παρ ωνύμιο, τοπ ωνύμιο] … Dictionary of Greek
επιθέτως — ἐπιθέτως (AM) επίρρ. μσν. με προσωνυμία, με επωνύμιο αρχ. με επίθετο … Dictionary of Greek
ζωμοτάριχος — ζωμοτάριχος, ὁ (Α) 1. ζωμός από ταριχευμένα κρέατα ή ψάρια 2. (ως σκωπτικό επωνύμιο) βραστό ταριχευμένο ψάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζωμός + τάριχος «διατηρημένο κρέας»] … Dictionary of Greek
καλοκαίρι — Mία από τις τέσσερις εποχές του έτους. Στο βόρειο ημισφαίριο το κ. αρχίζει με το θερινό ηλιοστάσιο (21 ή 22 Ιουνίου) και τελειώνει με τη φθινοπωρινή ισημερία (23 Σεπτεμβρίου)· στο νότιο ημισφαίριο αρχίζει στις 22 Δεκεμβρίου και τελειώνει στις 21… … Dictionary of Greek
κατώρυχος — κατώρυχος, ον (Α) 1. ο κτισμένος μέσα στο έδαφος («οἰκήματα κατώρυχα», Δίων Κάσσ.) 2. αυτός που ζει μέσα στο έδαφος 3. (για αστέρα) αυτός που βρίσκεται κάτω από τον ορίζοντα 4. (το αρσ. ως επωνύμιο) τρωγλοδύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγενέστερος θεματικός… … Dictionary of Greek
κυναλώπηξ — κυναλώπηξ, εκος, ἡ (Α) 1. είδος λαγωνικού σκύλου που προήλθε από διασταύρωση σκύλου και αλεπούς 2. μτφ. υβριστικός χαρακτηρισμός ή επωνύμιο πορνοβοσκού, κακοήθης, πανούργος, άτιμος 3. μτφ. σκωπτικό επίθ. τού Κλέωνος («Αἰγείδη, φράσσαι κυναλώπεκα… … Dictionary of Greek
επωνυμία — επωνυμία, η και επωνύμιο, το 1. πρόσθετη ονομασία προσώπων ή πραγμάτων: Παναγία Λαοδηγήτρια. 2. διακριτικό όνομα σωματείου ή άλλου νομικού προσώπου, επονομασία, τίτλος, φίρμα: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. 3. το παρατσούκλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)